επιγραφολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | επιγραφολόγος | οι | επιγραφολόγοι |
| γενική | του/της | επιγραφολόγου | των | επιγραφολόγων |
| αιτιατική | τον/την | επιγραφολόγο | τους/τις | επιγραφολόγους |
| κλητική | επιγραφολόγε | επιγραφολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιγραφολόγος < επιγραφ(ή) + -ο- + -λόγος
Συγγενικά
- επιγραφολογία
- → και δείτε τη λέξη επιγραφή
Μεταφράσεις
επιγραφολόγος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.