επιβήτορας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επιβήτορας | οι | επιβήτορες |
| γενική | του | επιβήτορα | των | επιβητόρων |
| αιτιατική | τον | επιβήτορα | τους | επιβήτορες |
| κλητική | επιβήτορα | επιβήτορες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιβήτορας < αρχαία ελληνική ἐπιβήτωρ < αρχαία ελληνική ἐπιβαίνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.piˈvi.to.ɾas/
Ουσιαστικό
επιβήτορας αρσενικό
- αρσενικό ζώο, κυρίως άλογο ή ταύρος, που χρησιμοποιείται για την αναπαραγωγή
- (ειρωνικά) ο άνδρας που έχει έντονη σεξουαλική ζωή με πολλές ερωτικές συντρόφους και καυχιέται για αυτό
- (μεταφορικά) το άτομο που έχει καταλάβει ένα αξίωμα με αθέμιτα μέσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.