stud

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
stud studs

Ουσιαστικό

stud (en)

  1. παπουτσόκαρφο, καρφάκι
  2. επιβήτορας (άλογο)
  3. μανικετόκουμπο, κουμπί
  4. κατακόρυφο ξύλο που στηρίζει μικρότερα οριζόντια (laths) ώστε να στηριχτεί πάνω τους ο σοβάς

Πολυλεκτικοί όροι

  • stud poker

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.