stud
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| stud | studs |
Ουσιαστικό
stud (en)
- παπουτσόκαρφο, καρφάκι
- επιβήτορας (άλογο)
- (μεταφορικά) γκόμενος, καρδιοκατακτητής, μπήχτης)
- μανικετόκουμπο, κουμπί
- κατακόρυφο ξύλο που στηρίζει μικρότερα οριζόντια (laths) ώστε να στηριχτεί πάνω τους ο σοβάς
Πολυλεκτικοί όροι
- stud poker
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.