επενδύτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επενδύτρια οι επενδύτριες
      γενική της επενδύτριας των επενδυτριών
    αιτιατική την επενδύτρια τις επενδύτριες
     κλητική επενδύτρια επενδύτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επενδύτρια < επενδυτής + -τρια

Ουσιαστικό

επενδύτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.