επενδυτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επενδυτικός | η | επενδυτική | το | επενδυτικό |
| γενική | του | επενδυτικού | της | επενδυτικής | του | επενδυτικού |
| αιτιατική | τον | επενδυτικό | την | επενδυτική | το | επενδυτικό |
| κλητική | επενδυτικέ | επενδυτική | επενδυτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επενδυτικοί | οι | επενδυτικές | τα | επενδυτικά |
| γενική | των | επενδυτικών | των | επενδυτικών | των | επενδυτικών |
| αιτιατική | τους | επενδυτικούς | τις | επενδυτικές | τα | επενδυτικά |
| κλητική | επενδυτικοί | επενδυτικές | επενδυτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pen.ði.tiˈkos/
Μεταφράσεις
επενδυτικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.