επεκτατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επεκτατικός | η | επεκτατική | το | επεκτατικό |
| γενική | του | επεκτατικού | της | επεκτατικής | του | επεκτατικού |
| αιτιατική | τον | επεκτατικό | την | επεκτατική | το | επεκτατικό |
| κλητική | επεκτατικέ | επεκτατική | επεκτατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επεκτατικοί | οι | επεκτατικές | τα | επεκτατικά |
| γενική | των | επεκτατικών | των | επεκτατικών | των | επεκτατικών |
| αιτιατική | τους | επεκτατικούς | τις | επεκτατικές | τα | επεκτατικά |
| κλητική | επεκτατικοί | επεκτατικές | επεκτατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επεκτατικός < ελληνιστική κοινή ἐπεκτατικός < αρχαία ελληνική ἐπεκτείνω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική expansioniste)
Επίθετο
επεκτατικός
- που έχει σχέση με την επέκταση ή τον επεκτατισμό, συμβάλλει ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
- επεκτατικά
- → δείτε τις λέξεις επεκτείνω, εκτείνω και τείνω
Μεταφράσεις
επεκτατικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.