επανορθώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επανορθώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπανορθόω / ἐπανορθ(ῶ) + -ώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pa.noɾˈθo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επανορθώνω

Ρήμα

επανορθώνω, αόρ.: επανόρθωσα, παθ.φωνή: επανορθώνομαι, π.αόρ.: επανορθώθηκα, μτχ.π.π.: επανορθωμένος

  1. ξαναφέρνω κάτι σε μια καλύτερη κατάσταση που βρίσκονταν κατά το παρελθόν
  2. ελαττώνω τις αρνητικές επιπτώσεις μιας ενέργειας με άλλη μου ενέργεια

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις επί, ανορθώνω, ορθώνω και ορθός

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.