επανόρθωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επανόρθωση | οι | επανορθώσεις |
| γενική | της | επανόρθωσης* | των | επανορθώσεων |
| αιτιατική | την | επανόρθωση | τις | επανορθώσεις |
| κλητική | επανόρθωση | επανορθώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επανορθώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επανόρθωση < αρχαία ελληνική ἐπανόρθωσις
Μεταφράσεις
επανόρθωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.