επανορθωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επανορθωμένος | η | επανορθωμένη | το | επανορθωμένο |
| γενική | του | επανορθωμένου | της | επανορθωμένης | του | επανορθωμένου |
| αιτιατική | τον | επανορθωμένο | την | επανορθωμένη | το | επανορθωμένο |
| κλητική | επανορθωμένε | επανορθωμένη | επανορθωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επανορθωμένοι | οι | επανορθωμένες | τα | επανορθωμένα |
| γενική | των | επανορθωμένων | των | επανορθωμένων | των | επανορθωμένων |
| αιτιατική | τους | επανορθωμένους | τις | επανορθωμένες | τα | επανορθωμένα |
| κλητική | επανορθωμένοι | επανορθωμένες | επανορθωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
επανορθωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.