επαναπαυμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επαναπαυμένος η επαναπαυμένη το επαναπαυμένο
      γενική του επαναπαυμένου της επαναπαυμένης του επαναπαυμένου
    αιτιατική τον επαναπαυμένο την επαναπαυμένη το επαναπαυμένο
     κλητική επαναπαυμένε επαναπαυμένη επαναπαυμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επαναπαυμένοι οι επαναπαυμένες τα επαναπαυμένα
      γενική των επαναπαυμένων των επαναπαυμένων των επαναπαυμένων
    αιτιατική τους επαναπαυμένους τις επαναπαυμένες τα επαναπαυμένα
     κλητική επαναπαυμένοι επαναπαυμένες επαναπαυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επαναπαυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επαναπαύομαι

Μετοχή

επαναπαυμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη επαναπαύομαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.