επαναπαυμένου
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
επαναπαυμένου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του επαναπαυμένος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του επαναπαυμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.