επαναπατρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επαναπατρισμένος | η | επαναπατρισμένη | το | επαναπατρισμένο |
| γενική | του | επαναπατρισμένου | της | επαναπατρισμένης | του | επαναπατρισμένου |
| αιτιατική | τον | επαναπατρισμένο | την | επαναπατρισμένη | το | επαναπατρισμένο |
| κλητική | επαναπατρισμένε | επαναπατρισμένη | επαναπατρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επαναπατρισμένοι | οι | επαναπατρισμένες | τα | επαναπατρισμένα |
| γενική | των | επαναπατρισμένων | των | επαναπατρισμένων | των | επαναπατρισμένων |
| αιτιατική | τους | επαναπατρισμένους | τις | επαναπατρισμένες | τα | επαναπατρισμένα |
| κλητική | επαναπατρισμένοι | επαναπατρισμένες | επαναπατρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επαναπατρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επαναπατρίζομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.