επίχρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επίχρισμα τα επιχρίσματα
      γενική του επιχρίσματος των επιχρισμάτων
    αιτιατική το επίχρισμα τα επιχρίσματα
     κλητική επίχρισμα επιχρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επίχρισμα < (ελληνιστική κοινή) ἐπίχρισμα < χρῖσμα < χρίω

Ουσιαστικό

επίχρισμα ουδέτερο

  1. επίχριση
  2. υλικό με το οποίο καλύπτεται μια επιφάνεια
  3. σοβάς
  4. σοβάτισμα
  5. (ιατρική) επιφανειακό στρώμα από διάφορες ουσίες, που καλύπτει εξωτερικά κάποια όργανα του σώματος (γλώσσα κ.ά.)
  6. (μεταφορικά) η «επιφάνεια», σε αντίθεση με το «βάθος» και την ουσία ενός πράγματος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.