dab

Αγγλικά (en)

Ρήμα
dab (en)
- χτυπώ απαλά επιφάνεια που έχει υγρό με απορροφητικό χαρτί ή πανί
- απορροφώ, σκουπίζω, καθαρίζω

Ουσιαστικό
dab (en)
- λιγουλάκι
- ακροδάχτυλο
- ανεπαίσθητο σκούντημα, συνήθως για κάποια εργασία/πράξη και όχι κλήση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.