επίστρατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επίστρατος | οι | επίστρατοι |
| γενική | του | επίστρατου & επιστράτου |
των | επίστρατων & επιστράτων |
| αιτιατική | τον | επίστρατο | τους | επίστρατους & επιστράτους |
| κλητική | επίστρατε | επίστρατοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επίστρατος < επιστρατ(εύω) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) [1] Μορφολογικά, επί- + -στρατος (στρατός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈpi.stɾa.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐στρα‐τος
Ουσιαστικό
επίστρατος αρσενικό [2]
- έφεδρος που τον έχουν επιστρατεύσει ή θα μπορούσαν να τον επιστρατεύσουν, όταν γίνεται επιστράτευση
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις επιστρατεύω και στρατός
Μεταφράσεις
Αναφορές
- επίστρατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.