-στρατος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στρᾰτο-
ονομαστική -στρατος οἱ -στρατοι
      γενική τοῦ -στράτου τῶν -στράτων
      δοτική τῷ -στράτ τοῖς -στράτοις
    αιτιατική τὸν -στρατον τοὺς -στράτους
     κλητική ! -στρατε -στρατοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -στράτω
γεν-δοτ τοῖν  -στράτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-στρατος < στρατ(ός) + -ος

Επίθημα

-στρατος (ᾰ)

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.