επίστεγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επίστεγος η επίστεγη το επίστεγο
      γενική του επίστεγου της επίστεγης του επίστεγου
    αιτιατική τον επίστεγο την επίστεγη το επίστεγο
     κλητική επίστεγε επίστεγη επίστεγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επίστεγοι οι επίστεγες τα επίστεγα
      γενική των επίστεγων των επίστεγων των επίστεγων
    αιτιατική τους επίστεγους τις επίστεγες τα επίστεγα
     κλητική επίστεγοι επίστεγες επίστεγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επίστεγος < επί +στέγη + -ος

Επίθετο

επίστεγος -η -ο

  1. που βρίσκεται στη στέγη
  2. που στην κορυφή του έχει στέγη
     συνώνυμα: επιστεγασμένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.