επιστεγασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιστεγασμένος | η | επιστεγασμένη | το | επιστεγασμένο |
| γενική | του | επιστεγασμένου | της | επιστεγασμένης | του | επιστεγασμένου |
| αιτιατική | τον | επιστεγασμένο | την | επιστεγασμένη | το | επιστεγασμένο |
| κλητική | επιστεγασμένε | επιστεγασμένη | επιστεγασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιστεγασμένοι | οι | επιστεγασμένες | τα | επιστεγασμένα |
| γενική | των | επιστεγασμένων | των | επιστεγασμένων | των | επιστεγασμένων |
| αιτιατική | τους | επιστεγασμένους | τις | επιστεγασμένες | τα | επιστεγασμένα |
| κλητική | επιστεγασμένοι | επιστεγασμένες | επιστεγασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιστεγασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επιστεγάζω
Μεταφράσεις
επιστεγασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.