μεσόστεγο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεσόστεγο τα μεσόστεγα
      γενική του μεσόστεγου των μεσόστεγων
    αιτιατική το μεσόστεγο τα μεσόστεγα
     κλητική μεσόστεγο μεσόστεγα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεσόστεγο < μεσό- + στέγ(η) (στέγασμα) + -ο

Ουσιαστικό

μεσόστεγο ουδέτερο

  1. το μεσαίο τμήμα μεγάλου στεγάσματος
  2. (ναυπηγικός όρος, ναυτικός όρος) η μεσαία υπερκατασκευή πλοίου
    χαρακτηριστικό το μεσόστεγο που φέρουν τα υποβρύχια, αεροπλανοφόρα, ελικοπτεροφόρα κ.ά. τύποι πλοίων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.