κάσαρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάσαρο τα κάσαρα
      γενική του κάσαρου των κάσαρων
    αιτιατική το κάσαρο τα κάσαρα
     κλητική κάσαρο κάσαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάσαρο < (άμεσο δάνειο) ιταλική cassero με τροπή [e] > [a] και απλοποίηση των δύο [ss]

Ουσιαστικό

κάσαρο ουδέτερο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.