κάσαρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κάσαρο | τα | κάσαρα |
| γενική | του | κάσαρου | των | κάσαρων |
| αιτιατική | το | κάσαρο | τα | κάσαρα |
| κλητική | κάσαρο | κάσαρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάσαρο < (άμεσο δάνειο) ιταλική cassero με τροπή [e] > [a] και απλοποίηση των δύο [ss]
Ουσιαστικό
κάσαρο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) το επίστεγο στο κατάστρωμα πλοίου, στην πρύμνη
- κάσσαρο
- κασαρί
- κασσαρί
Μεταφράσεις
κάσαρο
|
|
Πηγές
- «κάσ(σ)αρο» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.