υπόστεγο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπόστεγο τα υπόστεγα
      γενική του υπόστεγου των υπόστεγων
    αιτιατική το υπόστεγο τα υπόστεγα
     κλητική υπόστεγο υπόστεγα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπόστεγο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

υπόστεγο ουδέτερο

  1. χώρος που έχει κάποια μορφή σκεπής και είναι ανοικτός τουλάχιστον από δύο πλευρές
    χώθηκα κάτω από ένα υπόστεγο μέχρι να σταματήσει η μπόρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.