υπόφραγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπόφραγμα τα υποφράγματα
      γενική του υποφράγματος των υποφραγμάτων
    αιτιατική το υπόφραγμα τα υποφράγματα
     κλητική υπόφραγμα υποφράγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπόφραγμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

υπόφραγμα ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.