ἐπίσκεψις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπίσκεψῐς αἱ ἐπισκέψεις
      γενική τῆς ἐπισκέψεως τῶν ἐπισκέψεων
      δοτική τῇ ἐπισκέψει ταῖς ἐπισκέψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἐπίσκεψῐν τὰς ἐπισκέψεις
     κλητική ! ἐπίσκεψῐ ἐπισκέψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπισκέψει
γεν-δοτ τοῖν  ἐπισκεψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐπίσκεψις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ἐπίσκεψις θηλυκό

  1. επιμελής εξέταση
  2. επιθεώρηση
  3. απογραφή κατοίκων

Εκφράσεις

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.