ἐπίκτητος
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Επίθετο
ἐπίκτητος
, -ος, -ον
που έχει
αποκτηθεί
επιπλέον
ἐπίκτητος
γῆ
που έχει αποκτηθεί πρόσφατα
ἐπίκτητος
φίλος
που έχει αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής κάποιου
≠
αντώνυμα
:
σύμφυτος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.