display

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
display displays

display (en)

  1. η απεικόνιση
  2. η οπτική παρουσίαση[1]
  3. η επίδειξη, μια περίσταση κατά την οποία δείχνω ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, συναίσθημα ή ικανότητα με τον τρόπο που συμπεριφέρομαι
    a display of power - επίδειξη δυνάμεως
    the display of one’s wealth - η επίδειξη πλούτου
    Entrance is permitted only upon display of a ticket.
    Η είσοδος επιτρέπεται μόνον με την επίδειξη εισιτηρίου.
     συνώνυμα:  demonstration, exhibition και show

Ρήμα

ενεστώτας display
γ΄ ενικό ενεστώτα displays
αόριστος displayed
παθητική μετοχή displayed
ενεργητική μετοχή displaying

display (en)

  1. (μεταβατικό) εκθέτω, επιδεικνύω, βάζω κάτι σε ένα μέρος όπου οι άνθρωποι μπορούν να το δουν εύκολα, δείχνω κάτι
    At museums, works of art from the past are displayed.
    Στα μουσεία εκτίθενται καλλιτεχνήματα του παρελθόντος.
    He displayed his passport.
    Επέδειξε το διαβατήριό του.
  2. (μεταβατικό) επιδεικνύω, δείχνω ένα χαρακτηριστικό, συναίσθημα, ικανότητα ή τύπο συμπεριφοράς
    She displayed a lot of intelligence.
    Επέδειξε μεγάλη ευφυία.
    You displayed much interest in my work.
    Επιδείξατε μεγάλο ενδιαφέρον για τη δουλειά μου.
     συνώνυμα: exhibit

Πολυλεκτικοί όροι

Αναφορές

  1. «(oπτική) παρουσίαση» από αναζήτηση « display» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.