επιδείξεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
επιδείξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιδεικνύω
- θα επιδείξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιδεικνύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επιδείξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επίδειξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.