επέλευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επέλευση οι επελεύσεις
      γενική της επέλευσης* των επελεύσεων
    αιτιατική την επέλευση τις επελεύσεις
     κλητική επέλευση επελεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επελεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επέλευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπέλευ(σις) < ἐπελεύσομαι, μέλλοντας του ἐπέρχομαι + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε επ- + έλευση

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpe.lef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επέλευση

Ουσιαστικό

επέλευση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.