ερχομός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ερχομός | οι | ερχομοί |
| γενική | του | ερχομού | των | ερχομών |
| αιτιατική | τον | ερχομό | τους | ερχομούς |
| κλητική | ερχομέ | ερχομοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ερχομός < μεσαιωνική ελληνική ερχομός < αρχαία ελληνική ἔρχομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /eɾ.xoˈmos/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.