εξώθυρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξώθυρα οι εξώθυρες
      γενική της εξώθυρας
    αιτιατική την εξώθυρα τις εξώθυρες
     κλητική εξώθυρα εξώθυρες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξώθυρα < εξώ- + θύρα (μεταφραστικό δάνειο από τη νέα ελληνική εξώπορτα)[1]

Ουσιαστικό

εξώθυρα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.