εξώνυμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εξώνυμο | τα | εξώνυμα |
| γενική | του | εξώνυμου & εξωνύμου |
των | εξώνυμων & εξωνύμων |
| αιτιατική | το | εξώνυμο | τα | εξώνυμα |
| κλητική | εξώνυμο | εξώνυμα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξώνυμο < λόγιο ενδογενές δάνειο: exonym < αρχαία ελληνική ἔξω + ὄνομα
Ουσιαστικό
εξώνυμο ουδέτερο
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.