εξωδίκως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξωδίκως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐξωδίκος. Συγχρονικά αναλύεται σε εξώδικ(ος) + -ως.

Επίρρημα

εξωδίκως

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.