εξωυπηρεσιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξωυπηρεσιακός | η | εξωυπηρεσιακή | το | εξωυπηρεσιακό |
| γενική | του | εξωυπηρεσιακού | της | εξωυπηρεσιακής | του | εξωυπηρεσιακού |
| αιτιατική | τον | εξωυπηρεσιακό | την | εξωυπηρεσιακή | το | εξωυπηρεσιακό |
| κλητική | εξωυπηρεσιακέ | εξωυπηρεσιακή | εξωυπηρεσιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξωυπηρεσιακοί | οι | εξωυπηρεσιακές | τα | εξωυπηρεσιακά |
| γενική | των | εξωυπηρεσιακών | των | εξωυπηρεσιακών | των | εξωυπηρεσιακών |
| αιτιατική | τους | εξωυπηρεσιακούς | τις | εξωυπηρεσιακές | τα | εξωυπηρεσιακά |
| κλητική | εξωυπηρεσιακοί | εξωυπηρεσιακές | εξωυπηρεσιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξωυπηρεσιακός < εξω- + υπηρεσιακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική extradepartmental[1])
Συγγενικά
- εξωυπηρεσιακά
- εξωυπηρεσιακώς
- → δείτε τις λέξεις έξω, υπηρεσιακός και υπηρεσία
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
εξωυπηρεσιακός
|
Αναφορές
- εξωυπηρεσιακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.