εξωγλωσσικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωγλωσσικός η εξωγλωσσική το εξωγλωσσικό
      γενική του εξωγλωσσικού της εξωγλωσσικής του εξωγλωσσικού
    αιτιατική τον εξωγλωσσικό την εξωγλωσσική το εξωγλωσσικό
     κλητική εξωγλωσσικέ εξωγλωσσική εξωγλωσσικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωγλωσσικοί οι εξωγλωσσικές τα εξωγλωσσικά
      γενική των εξωγλωσσικών των εξωγλωσσικών των εξωγλωσσικών
    αιτιατική τους εξωγλωσσικούς τις εξωγλωσσικές τα εξωγλωσσικά
     κλητική εξωγλωσσικοί εξωγλωσσικές εξωγλωσσικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξωγλωσσικός < εξω- + γλωσσικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική extralinguistic [1] [2] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική extra-lingual[1])

Επίθετο

εξωγλωσσικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. εξωγλωσσικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. εξωγλωσσικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.