αποθρασύνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποθρασύνομαι: παθητική φωνή του ρήματος αποθρασύνω < αρχαία ελληνική ἀποθρασύνομαι < ἀπό + θρασύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰers- < *dʰer- (υποστηρίζω, κρατώ)
Ρήμα
αποθρασύνομαι
- φέρομαι με αυθάδεια, παίρνω περισσότερο θάρρος από αυτό που αρμόζει στις περιστάσεις, ξεπερνώ τα λογικά όρια σε απαιτήσεις ή σε οικειότητα, υπερβαίνω τα εσκαμμένα
- Του έδωσα λίγο θάρρος, αλλά αυτός αποθρασύνθηκε (το παράκανε)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη θρασύς
συνώνυμα
- το παρακάνω
Αντώνυμα
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποθρασύνομαι | αποθρασυνόμουν(α) | θα αποθρασύνομαι | να αποθρασύνομαι | αποθρασυνόμενος | |
| β' ενικ. | αποθρασύνεσαι | αποθρασυνόσουν(α) | θα αποθρασύνεσαι | να αποθρασύνεσαι | (αποθρασύνου) | |
| γ' ενικ. | αποθρασύνεται | αποθρασυνόταν(ε) | θα αποθρασύνεται | να αποθρασύνεται | ||
| α' πληθ. | αποθρασυνόμαστε | αποθρασυνόμαστε αποθρασυνόμασταν |
θα αποθρασυνόμαστε | να αποθρασυνόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποθρασύνεστε | αποθρασυνόσαστε αποθρασυνόσασταν |
θα αποθρασύνεστε | να αποθρασύνεστε | (αποθρασύνεστε) | |
| γ' πληθ. | αποθρασύνονται | αποθρασύνονταν αποθρασυνόντουσαν |
θα αποθρασύνονται | να αποθρασύνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποθρασύνθηκα | θα αποθρασυνθώ | να αποθρασυνθώ | αποθρασυνθεί | ||
| β' ενικ. | αποθρασύνθηκες | θα αποθρασυνθείς | να αποθρασυνθείς | αποθρασύνσου | ||
| γ' ενικ. | αποθρασύνθηκε | θα αποθρασυνθεί | να αποθρασυνθεί | |||
| α' πληθ. | αποθρασυνθήκαμε | θα αποθρασυνθούμε | να αποθρασυνθούμε | |||
| β' πληθ. | αποθρασυνθήκατε | θα αποθρασυνθείτε | να αποθρασυνθείτε | αποθρασυνθείτε | ||
| γ' πληθ. | αποθρασύνθηκαν αποθρασυνθήκαν(ε) |
θα αποθρασυνθούν(ε) | να αποθρασυνθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποθρασυνθεί | είχα αποθρασυνθεί | θα έχω αποθρασυνθεί | να έχω αποθρασυνθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις αποθρασυνθεί | είχες αποθρασυνθεί | θα έχεις αποθρασυνθεί | να έχεις αποθρασυνθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποθρασυνθεί | είχε αποθρασυνθεί | θα έχει αποθρασυνθεί | να έχει αποθρασυνθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποθρασυνθεί | είχαμε αποθρασυνθεί | θα έχουμε αποθρασυνθεί | να έχουμε αποθρασυνθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποθρασυνθεί | είχατε αποθρασυνθεί | θα έχετε αποθρασυνθεί | να έχετε αποθρασυνθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποθρασυνθεί | είχαν αποθρασυνθεί | θα έχουν αποθρασυνθεί | να έχουν αποθρασυνθεί | ||
Μεταφράσεις
αποθρασύνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.