αλληλοεξουδετερώνονται

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αλληλοεξουδετερώνονται < αλληλο- + εξουδετερώνομαι στον πληθυντικό [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksu.ðe.teˈɾo.non.de/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξουδετερώνονται

Ρήμα

αλληλοεξουδετερώνονται, πρτ.: αλληλοεξουδετερώνονταν, αόρ.: αλληλοεξουδετερώθηκαν, μτχ.π.π.: αλληλοεξεδουτερωμένοι (χωρίς ενεργητική φωνή)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αλληλοεξουδετερώνονται -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.