εξοντωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξοντωτικός | η | εξοντωτική | το | εξοντωτικό |
| γενική | του | εξοντωτικού | της | εξοντωτικής | του | εξοντωτικού |
| αιτιατική | τον | εξοντωτικό | την | εξοντωτική | το | εξοντωτικό |
| κλητική | εξοντωτικέ | εξοντωτική | εξοντωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξοντωτικοί | οι | εξοντωτικές | τα | εξοντωτικά |
| γενική | των | εξοντωτικών | των | εξοντωτικών | των | εξοντωτικών |
| αιτιατική | τους | εξοντωτικούς | τις | εξοντωτικές | τα | εξοντωτικά |
| κλητική | εξοντωτικοί | εξοντωτικές | εξοντωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.kson.do.tiˈkos/
Επίθετο
εξοντωτικός, -ή, -ό
- που εξοντώνει
- που επιφέρει θάνατο
- που καταστρέφει
- που ζημιώνει
- που κουράζει, που εξουθενώνει, που φθείρει (σωματικά ή ψυχικά)
Συγγενικά
- αλληλοεξοντωτικός
- εξοντωτικά
- → δείτε τη λέξη εξοντώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.