εξομοιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξομοιωμένος | η | εξομοιωμένη | το | εξομοιωμένο |
| γενική | του | εξομοιωμένου | της | εξομοιωμένης | του | εξομοιωμένου |
| αιτιατική | τον | εξομοιωμένο | την | εξομοιωμένη | το | εξομοιωμένο |
| κλητική | εξομοιωμένε | εξομοιωμένη | εξομοιωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξομοιωμένοι | οι | εξομοιωμένες | τα | εξομοιωμένα |
| γενική | των | εξομοιωμένων | των | εξομοιωμένων | των | εξομοιωμένων |
| αιτιατική | τους | εξομοιωμένους | τις | εξομοιωμένες | τα | εξομοιωμένα |
| κλητική | εξομοιωμένοι | εξομοιωμένες | εξομοιωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξομοιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξομοιώνω
Μετοχή
εξομοιωμένος, -η, -ο
- που έχει εξομοιωθεί με κάποιον ή κάτι
Μεταφράσεις
εξομοιωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.