εξιτήριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξιτήριος η εξιτήρια το εξιτήριο
      γενική του εξιτήριου της εξιτήριας του εξιτήριου
    αιτιατική τον εξιτήριο την εξιτήρια το εξιτήριο
     κλητική εξιτήριε εξιτήρια εξιτήριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξιτήριοι οι εξιτήριες τα εξιτήρια
      γενική των εξιτήριων των εξιτήριων των εξιτήριων
    αιτιατική τους εξιτήριους τις εξιτήριες τα εξιτήρια
     κλητική εξιτήριοι εξιτήριες εξιτήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξιτήριος < (ελληνιστική κοινή) ἐξιτήριος < ἔξειμι < εἶμι

Επίθετο

εξιτήριος, -α, -ο

  1. που έχει σχέση με την έξοδο, αναφέρεται σ’ αυτή ή γίνεται κατά την έξοδο
  2. (ουσιαστικοποιημένο) εξιτήριο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.