εξιτήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξιτήριο τα εξιτήρια
      γενική του εξιτηρίου
& εξιτήριου
των εξιτηρίων
    αιτιατική το εξιτήριο τα εξιτήρια
     κλητική εξιτήριο εξιτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξιτήριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εξιτήριος < (ελληνιστική κοινή) ἐξιτήριος < ἔξειμι + -τήριος < εἶμι

Ουσιαστικό

εξιτήριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.