εξηγητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξηγητής οι εξηγητές
      γενική του εξηγητή των εξηγητών
    αιτιατική τον εξηγητή τους εξηγητές
     κλητική εξηγητή εξηγητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξηγητής < αρχαία ελληνική ἐξηγητής < ἐξηγέω

Ουσιαστικό

εξηγητής αρσενικό (θηλυκό εξηγήτρια)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.