εξευτελισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξευτελισμένος | η | εξευτελισμένη | το | εξευτελισμένο |
| γενική | του | εξευτελισμένου | της | εξευτελισμένης | του | εξευτελισμένου |
| αιτιατική | τον | εξευτελισμένο | την | εξευτελισμένη | το | εξευτελισμένο |
| κλητική | εξευτελισμένε | εξευτελισμένη | εξευτελισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξευτελισμένοι | οι | εξευτελισμένες | τα | εξευτελισμένα |
| γενική | των | εξευτελισμένων | των | εξευτελισμένων | των | εξευτελισμένων |
| αιτιατική | τους | εξευτελισμένους | τις | εξευτελισμένες | τα | εξευτελισμένα |
| κλητική | εξευτελισμένοι | εξευτελισμένες | εξευτελισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξευτελισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εξευτελίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.kse.fte.liˈzme.nos/
- ξεφτελισμένος (λαϊκότροπο, και με ετυμολογική γραφή ξευ-)
- ξεφτιλισμένος (λαϊκότροπο, και με ετυμολογική γραφή ξευ-)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.