εξερευνημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξερευνημένος | η | εξερευνημένη | το | εξερευνημένο |
| γενική | του | εξερευνημένου | της | εξερευνημένης | του | εξερευνημένου |
| αιτιατική | τον | εξερευνημένο | την | εξερευνημένη | το | εξερευνημένο |
| κλητική | εξερευνημένε | εξερευνημένη | εξερευνημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξερευνημένοι | οι | εξερευνημένες | τα | εξερευνημένα |
| γενική | των | εξερευνημένων | των | εξερευνημένων | των | εξερευνημένων |
| αιτιατική | τους | εξερευνημένους | τις | εξερευνημένες | τα | εξερευνημένα |
| κλητική | εξερευνημένοι | εξερευνημένες | εξερευνημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
εξερευνημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.