εξερευνώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξερευνώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξερευνῶ, συνηρημένος τύπος του ἐξερευνάω < ἐξ + ἐρευνάω / ἐρευνῶ < ἔρευνα < ἔρομαι < πρωτοελληνική *erwomai (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική explorer & από την αγγλική explore)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.kse.ɾevˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξερευνώ
παλιότερος συλλαβισμός: εξερευνώ

Ρήμα

εξερευνώ, αόρ.: εξερεύνησα, παθ.φωνή: εξερευνώμαι, π.αόρ.: εξερευνήθηκα, μτχ.π.π.: εξερευνημένος

  1. ερευνώ, ψάχνω κάποιον τόπο, για να τον γνωρίζω (ιδίως τα γεωγραφικά του χαρακτηριστικά)
  2. (σπάνιο) μελετώ (εξονυχιστικά)

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.