εξαφανισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξαφανισμένος | η | εξαφανισμένη | το | εξαφανισμένο |
| γενική | του | εξαφανισμένου | της | εξαφανισμένης | του | εξαφανισμένου |
| αιτιατική | τον | εξαφανισμένο | την | εξαφανισμένη | το | εξαφανισμένο |
| κλητική | εξαφανισμένε | εξαφανισμένη | εξαφανισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξαφανισμένοι | οι | εξαφανισμένες | τα | εξαφανισμένα |
| γενική | των | εξαφανισμένων | των | εξαφανισμένων | των | εξαφανισμένων |
| αιτιατική | τους | εξαφανισμένους | τις | εξαφανισμένες | τα | εξαφανισμένα |
| κλητική | εξαφανισμένοι | εξαφανισμένες | εξαφανισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξαφανισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξαφανίζω, εξαφανίζομαι
Μετοχή
εξαφανισμένος, -η, -ο
- που έχει εξαφανιστεί, που είναι άγνωστο το πού βρίσκεται
- άλλες μορφές: σύμβολο † (για γλώσσες, στην ταξινομία)
- (σε σχήμα υπερβολής) για κάποιον που έχουμε να τον δούμε πολύ καιρό ή είναι πολύ απασχολημένος για πολύ καιρό και δεν έχει ελεύθερο χρόνο να δει τους φίλους του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.