εξατομικεύομαι

Ελληνικά (el)

Κλίση
Παθητική φωνή
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
|---|---|---|---|---|---|---|
| α' ενικ. | εξατομικεύομαι | εξατομικευόμουν(α) | θα εξατομικεύομαι | να εξατομικεύομαι | ||
| β' ενικ. | εξατομικεύεσαι | εξατομικευόσουν(α) | θα εξατομικεύεσαι | να εξατομικεύεσαι | (εξατομικεύου) | |
| γ' ενικ. | εξατομικεύεται | εξατομικευόταν(ε) | θα εξατομικεύεται | να εξατομικεύεται | ||
| α' πληθ. | εξατομικευόμαστε | εξατομικευόμαστε εξατομικευόμασταν |
θα εξατομικευόμαστε | να εξατομικευόμαστε | ||
| β' πληθ. | εξατομικεύεστε | εξατομικευόσαστε εξατομικευόσασταν |
θα εξατομικεύεστε | να εξατομικεύεστε | (εξατομικεύεστε) | |
| γ' πληθ. | εξατομικεύονται | εξατομικεύονταν εξατομικευόντουσαν |
θα εξατομικεύονται | να εξατομικεύονται | ||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξατομικεύτηκα | θα εξατομικευτώ | να εξατομικευτώ | εξατομικευτεί | ||
| β' ενικ. | εξατομικεύτηκες | θα εξατομικευτείς | να εξατομικευτείς | εξατομικέψου | ||
| γ' ενικ. | εξατομικεύτηκε | θα εξατομικευτεί | να εξατομικευτεί | |||
| α' πληθ. | εξατομικευτήκαμε | θα εξατομικευτούμε | να εξατομικευτούμε | |||
| β' πληθ. | εξατομικευτήκατε | θα εξατομικευτείτε | να εξατομικευτείτε | εξατομικευτείτε | ||
| γ' πληθ. | εξατομικεύτηκαν εξατομικευτήκαν(ε) |
θα εξατομικευτούν(ε) | να εξατομικευτούν(ε) | |||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εξατομικευτεί | είχα εξατομικευτεί | θα έχω εξατομικευτεί | να έχω εξατομικευτεί | εξατομικεμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εξατομικευτεί | είχες εξατομικευτεί | θα έχεις εξατομικευτεί | να έχεις εξατομικευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εξατομικευτεί | είχε εξατομικευτεί | θα έχει εξατομικευτεί | να έχει εξατομικευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξατομικευτεί | είχαμε εξατομικευτεί | θα έχουμε εξατομικευτεί | να έχουμε εξατομικευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εξατομικευτεί | είχατε εξατομικευτεί | θα έχετε εξατομικευτεί | να έχετε εξατομικευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξατομικευτεί | είχαν εξατομικευτεί | θα έχουν εξατομικευτεί | να έχουν εξατομικευτεί | ||

Μεταφράσεις
εξατομικεύομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.