εξατομίκευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξατομίκευση οι εξατομικεύσεις
      γενική της εξατομίκευσης* των εξατομικεύσεων
    αιτιατική την εξατομίκευση τις εξατομικεύσεις
     κλητική εξατομίκευση εξατομικεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξατομικεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξατομίκευση < εξατομικεύω + -ση

Ουσιαστικό

εξατομίκευση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.