εξατομικευτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξατομικευτικός η εξατομικευτική το εξατομικευτικό
      γενική του εξατομικευτικού της εξατομικευτικής του εξατομικευτικού
    αιτιατική τον εξατομικευτικό την εξατομικευτική το εξατομικευτικό
     κλητική εξατομικευτικέ εξατομικευτική εξατομικευτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξατομικευτικοί οι εξατομικευτικές τα εξατομικευτικά
      γενική των εξατομικευτικών των εξατομικευτικών των εξατομικευτικών
    αιτιατική τους εξατομικευτικούς τις εξατομικευτικές τα εξατομικευτικά
     κλητική εξατομικευτικοί εξατομικευτικές εξατομικευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξατομικευτικός < εξατομικεύ(ω) + -τικός

Επίθετο

εξατομικευτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.