εξατομικεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
εξατομικεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξατομικεύω
- θα εξατομικεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξατομικεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
εξατομικεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξατομίκευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.