εξατομικεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εξατομικεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξατομικεύω
  2. θα εξατομικεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξατομικεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εξατομικεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξατομίκευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.