εξατμισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξατμισμένος η εξατμισμένη το εξατμισμένο
      γενική του εξατμισμένου της εξατμισμένης του εξατμισμένου
    αιτιατική τον εξατμισμένο την εξατμισμένη το εξατμισμένο
     κλητική εξατμισμένε εξατμισμένη εξατμισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξατμισμένοι οι εξατμισμένες τα εξατμισμένα
      γενική των εξατμισμένων των εξατμισμένων των εξατμισμένων
    αιτιατική τους εξατμισμένους τις εξατμισμένες τα εξατμισμένα
     κλητική εξατμισμένοι εξατμισμένες εξατμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξατμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξατμίζω, εξατμίζομαι

Μετοχή

εξατμισμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη εξατμίζομαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.