εξαπλάσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξαπλάσιος | η | εξαπλάσια | το | εξαπλάσιο |
| γενική | του | εξαπλάσιου | της | εξαπλάσιας | του | εξαπλάσιου |
| αιτιατική | τον | εξαπλάσιο | την | εξαπλάσια | το | εξαπλάσιο |
| κλητική | εξαπλάσιε | εξαπλάσια | εξαπλάσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξαπλάσιοι | οι | εξαπλάσιες | τα | εξαπλάσια |
| γενική | των | εξαπλάσιων | των | εξαπλάσιων | των | εξαπλάσιων |
| αιτιατική | τους | εξαπλάσιους | τις | εξαπλάσιες | τα | εξαπλάσια |
| κλητική | εξαπλάσιοι | εξαπλάσιες | εξαπλάσια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξαπλάσιος < εξα- + -πλάσιος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.